-
1 διάταγμα
[диатагма] ουσ. о. указ, декрет, постановление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάταγμα
-
2 декрет
-
3 декрет
декретм τό διάταγμα, ἡ διάταξη [-ις]:\декрет о мире τό διάταγμα γιά τήν είρήνη[ν]. -
4 декретировать
-
5 манифест
-а α.μανιφέστο. || διάταγμα (άνακτα)•милостивый манифест διάταγμα χάρης ή αμνηστείας•
подвести кого под милостивый манифест συμπεριλαβαίνω κάποιον στην αμνηστεία.
-
6 указ
-а α.διάταγμα•указ президиума Верховного Совета СССР διάταγμα του προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΣΣΣΔ.
|| διαταγή.εκφρ.не указ кому – (ως κατηγ.) δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν πρότυπο (υπόδειγμα)•ты мне не указ – εσύ για μένα δεν είσαι πρότυπο. -
7 декрет
(постановление) το διάταγμα, ο νόμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > декрет
-
8 декретный
(установленный декретом) καθιερωμένος με διάταγμα/νόμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > декретный
-
9 указ
(распоряжение, постановление) το διάταγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > указ
-
10 уйти
-
11 указ
мτο διάταγμα -
12 декреткровать
декрет||кроватьсов и несов βγάζω διάταγμα, θεσπίζω. -
13 декретный
декрет||ныйприл προβλεπόμενος ἀπό τό διάταγμα. ◊ \декретныйный отпуск ἡ ἀδεια τοκετοῦ. -
14 издавать
издаватьнесов1. ἐκδίδω, βγάζω:\издавать газету ἐκδίδω (или βγάζω) ἐφημερίδα·2. (закон, постановление и т. п.) δημοσιεύω:\издавать указ δημοσιεύω διάταγμα·3. (звук и т. п.) ἐκπέμπω, βγάζω·4. (западе) βγάζω, ἀναδίδω μυρωδιά, ἀποπνέω. -
15 обнародованиеть
обнародование||тьсов ἀνακοινώνω, κοινοποιώ, διακηρύττω:\обнародованиетьть указ ἀνακοινώνω τό διάταγμα. -
16 поетановление
поетановлениес ἡ ἀπόφαση [-ις], τό ψήφισμα / τό διάταγμα (правительственное):\поетановление суда ἡ δικαστική ἀπόφαση· βώ-нести \поетановление ἐκδίδω ἀπόφασιν. -
17 указ
указм τό διάταγμα· ◊ это ему́ не \указ разг αὐτός δέν ἀκούει τέτοια λόγια -
18 чрезвычайный
чрезвычайныйприл ἐξαιρετικός (исключительный)/ ἔκ-τακτος (внеочередной):\чрезвычайныйое происшествие τό Εκτακτο συμβάν, τό ἐξαιρετικό γεγονός· \чрезвычайныйый успех ἡ ἐξαιρετική ἐπιτυχία· \чрезвычайныйые расходы τά ἔκτακτα ἔξοδα· \чрезвычайныйые меры τά ἔκτακτα μέτρα· \чрезвычайныйое положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· \чрезвычайныйый посол ὁ ἔκτακτος πρεσβευτής, ὁ ἐκτακτος ἀπεσταλμένος· \чрезвычайныйый декрет ὁ ἔκτακτος νόμος, τό ἐκτακτον διάταγμα· \чрезвычайныйый съезд τό ἐκτακτο συνέδριο. -
19 указ
[ουκάς] ουσ. α διάταγμα -
20 указ
[ουκάς] ουσ α διάταγμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάταγμα — ordinance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάταγμα — Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο… … Dictionary of Greek
διάταγμα — το έγγραφο του κράτους που διατάζει την εφαρμογή ή την ερμηνεία ενός νόμου: Εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα για τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων του δημοσίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματηρό διάταγμα — Διάταγμα που εκδόθηκε από τον Ερρίκο Η’ της Αγγλίας, με το οποίο τιμωρούσαν με θάνατο οποιονδήποτε δίδασκε εναντίον της μετουσίωσης, της αγαμίας του κλήρου, της λειτουργίας και της ξεχωριστής για τον καθένα εξομολόγησης. Είχε εκδοθεί για να… … Dictionary of Greek
διαταγμάτων — διάταγμα ordinance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάγμασι — διάταγμα ordinance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάγμασιν — διάταγμα ordinance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάγματα — διάταγμα ordinance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάγματι — διάταγμα ordinance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατάγματος — διάταγμα ordinance neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek